ταρταρινισμός

ταρταρινισμός
ο, Ν
1. καυχησιολογία
2. η ιδιότητα τού ψευτοπαληκαρά, ψευτοπαληκαρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταρταρίνος + -σμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”